- τσαγκρουνιά
- η царапина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσαγκρουνιά — τσαγκρουνιά, η και τσουγκρανιά, η αμυχή, νυχιά, ξέγδαρμα, γρατσουνιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρουνιά — η, Ν βλ. τσουγγρανιά … Dictionary of Greek
τσουγγρανιά — και τσουγκρανιά και τζουγγρανιά και τζουγκρανιά και τσαγγρουνιά και τσαγκρουνιά και ζουγκρανιά, η, Ν αμυχή, γρατζουνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσουγγράνα + κατάλ. ιά (πρβλ. μαχαιρ ιά). Ο τ. τσαγγρουνιά με αντιμετάθεση τών φωνηέντων] … Dictionary of Greek
τοουγκρανιά, η — τσουγκρανιά, η βλ. τσαγκρουνιά, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρούνισμα — τσαγκρούνισμα, το και τσουγκράνισμα, το, ατος η τσαγκρουνιά (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)